Η μεγαλοσύνη του κι η δύναμη του τον κρατούσαν όρθιο στο στίβο της ζωής. Αυτές στήριζαν το θαύμα της αντοχής του στα μαρμαρένια αλώνια. Δεν άντεξε όμως. Η τελευταία του μάχη ήταν άνιση. «Το ξέρω πως θα πέσω αλλά … θα πέσω ορθός. Κι έτσι θα με θυμούνται. Μία ζωή ορθός ήμουν παντού και πάντοτε»!Συνταξιούχος επιχειρηματίας ο Τάκης Συνετόπουλος ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Το Βόλο. Στις ακτές του Παγασητικού. Στους πρόποδες του Πηλίου. Εκεί τον βρήκαμε προ καιρού. Μας μίλησε με την ίδια χρονιά, την ίδια ένταση , το ίδιο βάθος της φωνής. Βουτούσε που και που στο χθες αλλά … Δεν του ξέφευγε τίποτε από το σήμερα. Δεν ήταν απλά, γνώστης. Ήταν μύστης των εξελίξεων στο ποδόσφαιρο.
Αυτό ήταν από τα πρώτα του βήματα τρόπος ζωής. Ήταν και μονόδρομος διασκέδασης στις αλάνες του Βόλου. Στο σχολείο η τσάντα γεμάτη πήγαινε, γεμάτη ερχόταν. Τα βιβλία ατσαλάκωτα. Κόστιζαν μια περιουσία. Δεν υπήρχε δωρεάν παιδεία. Έτσι στο τέλος της χρονιάς τα χάριζε στον επόμενο της γειτονιάς στην τάξη του. Μεγαλόψυχος κι ανοικτόκαρδος. Βλάχος γαρ, original. Με 10άρια ( βάση …) περνούσε σε όλα τα μαθήματα. Γυμναστική όμως; Το 20 άρι ήταν κλασσικό. Δεν ήταν όμως, μόνον που ο Τάκης Συνετόπουλος διέπρεπε στη σουηδική (τη θυμούνται οι παλαιότεροι). Ήταν που ο γυμναστής του. Επέτρεπε – σπάνιο γεγονός για την εποχή - το ποδόσφαιρο στο σχολείο. Σε αυτό το … μάθημα ο Τάκης Συνετόπουλος δεν παιζόταν.
Στον Πειραιά τον είχαν σταμπάρει από τον 1962. Χρειαζόταν όμως, η ομόφωνη απόφαση της ΓΣ του Ολυμπιακού στο Βόλο. Και τέτοια απόφαση ουδέποτε βγήκε. Τον ήθελε πολύ κι η ΑΕΚ. Ο Κλεάνθης Μαρόπουλος κι ο Τρύφωνας Τζανετής έκαναν τα αδύνατα, δυνατά. Δεν τα κατάφεραν. Προσπάθησε κι ο Παναθηναϊκός. Μάταια. Τελικά, αποφάσισε και διέταξε το καθεστώς της εποχής.
Το 1969 υπηρετούσε στο Βασιλικό Ναυτικό. Πήγε στον Πειραιά. Ήθελε διακαώς να ζήσει σε μεγαλύτερη πόλη. Ο Ευτύχιος Γκούμας – ηγετική φυσιογνωμία των «ερυθρόλευκων» με σημαντικότατη προσφορά – απόσπασε υπόσχεση του ταξίαρχου των ΛΟΚ Κωνσταντίνου Ασλανίδη, ΓΓΑ επί 7ετίας, για τον … δανεισμό του στον Ολυμπιακό.
Ξεκίνησε για 28 μήνες να παίζει στους «ερυθρόλευκους» . Έμεινε χρόνια. Ήταν αποφασισμένος – βλέπετε - να μείνει. Δεν ήθελε, να επιστρέψει στο Βόλο από τον Πειραιά. «Από τα ψηλά στα χαμηλά; Κι από τα πολλά στα λίγα … Γενικά; Ποτέ», μας είπε ο «Κένταυρος» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Δεν πήρε φυσικά, δεκάρα τσακιστή ο ναύτης Τάκης Συνετόπουλος. Δεν ήταν ποτέ του χρήματος. Θυμάται απλά, ένα προσωπικό δώρο του Ευτύχιου Γκούμα. Επί Νίκου Γουλανδρή όμως, άλλαξαν τα πράγματα «Ο καπετάν Νικόλας ήταν ευεργέτης του Ολυμπιακού. Είχε κάνει την καλύτερη ελληνική ομάδα όλων των εποχών. Δεν υπήρχαν μέτοχοι εκείνη την εποχή. Μέτοχος ήταν η απέραντη καρδιά του καπετάν Νικόλα. Μας άλλαξε τη ζωή. Κατέστησε θρύλο τον Ολυμπιακό. Καλή του ώρα …»!
Κορυφαία στιγμή του ο φιλικός αγώνας Βραζιλία – Ελλάδα! Το 0-0 στο αχανές Μαρακανά των 180.000 φιλάθλων στις 28 Απριλίου 1974. Είχε παίξει στο «Μεάτσα», στο «Γουέμπλεϊ» αλλά … «Άλλο 100.000 κι άλλο 180.000 φίλαθλοι. Μοναδικό φαινόμενο. Βγήκαμε για ζέσταμα και χαζεύαμε τον κόσμο στα τσαμπιά σταφύλια στις κερκίδες. Εάν δεν το δεις, δεν το νιώθεις εκείνο το δέος… »!
«… Είχε γράψει στο «Φως» ο φίλος μου, ο Θόδωρος Νικολαϊδης: Βραζιλία – Συνετόπουλος 0-0»! Το παραδεχόταν κι ο ίδιος πάντως: «Ότι έκανα , έπιανε. Ήταν η βραδιά μου». Κόντρα στον Ζαϊρζίνιο (εκείνη η φανέλα του ζογκλέρ «μπραζιλεϊρο» κοσμεί το σαλόνι του Τάκη Συνετόπουλου), το Ριβελίνο και την παρέα των «μάγων» του φουτμπόλ.
«Ο Συνετόπουλος παίζει άνετα στη Βραζιλία», δήλωσε τότε, ο Μάριο Ζάγκαλο. Οι βραζιλιάνικες εφημερίδες τον περιέγραφαν ως «τανκ»! Τα θυμόταν και καυχιόταν για την εθνική Ελλάδας και τον Ολυμπιακό επειδή στο πρόσωπο του δοξάστηκαν οι ομάδες του…
Η εθνική Ελλάδας έμεινε 10 ημέρες στη χώρα του καφέ. Γινόταν λαϊκό προσκύνημα της Ομογένειας. Ντελίριο μετά το 0-0 στο Μαρακανά. «Ζήσαμε μαγικές στιγμές. Είναι μεγάλη η δύναμη του έθνους μας. Όταν δεν είναι διασπασμένη», είχε πολλές φορές επαναλάβει στη συζήτηση μας.
Ήταν βέβαια, μοναχικός τύπος. Όπως είναι όλοι οι μεγάλοι . Όλοι οι δυνατοί. Δεν έμπαινε σε συζητήσεις. Όχι τίποτε άλλο αλλά … Απεχθανόταν τις ρουφανιές και τους ρουφιάνους.
Κοιμόταν μόνος στα ξενοδοχεία. Έμενε μακριά από ίντριγκες. Δεν τις είχε κι ανάγκη. Σιχαινόταν … Πάντα απεχθανόταν το κουτσομπολιό.
Δεν «κολλούσε» σε προπονητές. Πίστευε και πιστεύει: Οι παίκτες κάνουν τον προπονητή. «Έφυγε ο Γουαρδιόλα από την Μπαρτσελόνα. Και με τον βοηθό του πετούσε η ομάδα. Ο Ολυμπιακός πήρε πρωτάθλημα με προπονητή τον Δαρίβα και βοηθό το Μουράτη»!
Ο γιός του, ο Γρηγόρης (το όνομα του παππού του), νόπαντρος όταν μιλούσαμε με τον θρυλικό πατέρα του, είναι μήλο που κατρακύλησε κάτω από τη μηλιά. Δεν βάδισε στον δρόμο της μπάλας. Δεν τον πίεσε κι ο πατέρας του. Μία ζωή δεν πιεζόταν και δεν πίεζε ο «Κένταυρος». Ο Τάκης Συνετόπουλος δεν ήταν από εκείνους, οι οποίοι έβλεπαν στα βλαστάρια τους είτε τον εαυτόν τους, είτε τον Πελέ, είτε το Μαραντόνα. Έκρινε, πως έπρεπε να ακολουθήσει τον δρόμο των γραμμάτων. Κι εκεί έστρεψε τον Γρηγόρη του.
Στο γήπεδο δεν πήγαινε συχνά. Είχε όμως, άποψη. Μας μίλησε «για παίκτες και στον Ολυμπιακό οι οποίοι έπρεπε να πληρώνουν 50.000 ευρώ για να παίξουν μπάλα. Και για παίκτες οι οποίοι μία ώρα να είναι στημένη η μπάλα δεν την βρίσκουν και με τη μία και σωστά»! «Πετούν τα χρήματα τους οι παράγοντες για τις εντυπώσεις. Κι από ουσία μηδέν. Πληρώνουν για πόδια δίχως καρδιά. Για ταλέντα δίχως ψυχή. Τζάμπα …»!
Μεγάλες οι στιγμές του και με την εθνική Ενόπλων. Συμπαίκτης με Κούδα, Σαράφη, Κωνσταντίνου! Κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ΣΙΣΜ το 1969. Εκείνη η ομάδα είχε καταστεί ατραξιόν της εποχής. Πήγαινε σε εκδηλώσεις πόλεων οι οποίες γιόρταζαν τον Πολιούχο Άγιο τους. Έτσι είχαν και «βύσμα» στην στρατιωτική κυβέρνηση. Δύο φορές έπαιξαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του αντιβασιλέα Γιώργου Ζωϊτάκη: Τη Ναύπακτο! Παντού γινόταν χαλασμός κόσμου. Έδρα της εθνικής Ενόπλων ήταν το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μαζευόταν 20.000 κόσμος μέσα και 10.000 έξω …
Αυτός ο θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο ασυμβίβαστος με τις κακές συνήθειες του αθλήματος στον τόπο μας – με 5 Πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα στο «παλμαρέ» του – ξεχείλιζε από σοφία και λεβεντιά. Μιλούσε κι ευχόταν για υγεία σε όλον τον κόσμο.. Προχωρούσε ηρωικά μαχόμενος. Είχε δε, οδηγό τη ρήση – οδηγό της ζωής του: «Εάν δεν μπορείς, να κάνεις καλό, μην κάνεις κακό». Αυτή την βαθιά και βαριά κληρονομιά μας άφησε. Επειδή όπως έλεγε: «Όλα στο μυαλό είναι»!
Πηγή : www.pamesports.gr