Η ιστορία του Νίκου Γόδα, που εκτυλίχθηκε στις Φυλακές της Κέρκυρας το 1948, καταδεικνύει την τεράστια δύναμη της ψυχής. Της ανθρώπινης ψυχής, που όταν γιγαντωθεί και συναντηθεί με το πάθος, δεν λογαριάζει τίποτα. Ούτε καν το θάνατο! Το ξημέρωμα της 19ης Νοεμβρίου του 1948, πέφτει νεκρός μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, φορώντας την ένδοξη φανέλα του Ολυμπιακού, που ζήτησε ως τελευταία επιθυμία.
Ο Νίκος Γόδας υπήρξε ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού την περίοδο 1943-44 και η ασπρόμαυρη φωτογραφία που βλέπετε, είναι η τελευταία που έστειλε στους γονείς του. "Αφιερωμένη στη μανούλα μου και στον πατέρα μου εις ένδειξη σεβασμού και αγάπης. Φυλακές Κέρκυρας 22/2/48", γράφει πάνω σε αυτήν, λίγο πριν πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, όντας καταδικασμένος σε θάνατο, ο Νικόλας.
Ο υπερήφανος αυτός άνδρας, που λάτρεψε όσο λίγοι τον Ολυμπιακό, γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί. Βρέθηκε στη Μυτιλήνη μετά τη μικρασιατική καταστροφή και εν συνεχεία στην Κρήτη, λίγο πριν ριζώσει στην Παλαιά Κοκκινιά του Πειραιά. Το ποδόσφαιρο ήταν η διαφυγή του από τη σκληρή καθημερινότητα και την προσπάθεια του ίδιου και της οικογένειάς του για επιβίωση. Είχε περάσει ο δύσκολος χειμώνας της μεγάλης πείνας του '41 και είχε αρχίσει να αναπτύσεται στοιχειωδώς μια αθλητική δραστηριότητα.
Ο ίδιος είχε ταλέντο στη μπάλα και αυτό φάνηκε στην ομάδα της Κοκκινιάς, όπου πρωτοφόρεσε ποδοσφαιρικό φανελάκι και σορτς. "Ο βασιλιάς του ξερού", τον αποκαλούσαν!
Εν μέσω του πολέμου, ο Γόδας πραγματοποιεί το παιδικό του όνειρο, που δεν ήταν άλλο να φορέσει την ερυθρόλευκη ριγωτή φανέλα του κοσμοαγάπητου και λατρεμένου Ολυμπιακού. Παράλληλα, αναπτύσει έντονη αντιστασιακή δράση ως μέλος του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά.
Το 1942 αγωνίζεται δίπλα στον Βάζο, τον Αναματερό, τον Συμεωνίδη, τον Γραμματικόπουλο και σκοράρει για πρώτη φορά ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού σε βάρος του Εθνικού και εν συνεχεία και επί του Απόλλωνα.
Τον Μάιο του 1943 αγωνίζεται βασικός απέναντι στον Παναθηναϊκό στον τελικό ενός τουρνουά που διοργάνωσε ο Δήμος Πειραιά και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πρωταγωνιστεί στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, όπου ο Ολυμπιακός συντρίβει 5-2 τον Παναθηναϊκό.
Αρχές του 1945, παθαίνει πνευμονία και επιστρέφει από το Βελούχι (όπου είχε αποσπαστεί) στην Αθήνα. Τον "κάρφωσαν". Συνελήφθη και οδηγείται στις φυλακές της Αίγινας. Το σώμα του ήταν φυλακισμένο, όχι όμως και το πνεύμα του: Η μάχη, ο αγώνας, η μπάλα, ο Ολυμπιακός, ήταν φλόγες που έκαιγαν μέσα του. Ακόμα στην Αίγινα έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα που είχε δημιουργηθεί από τους φυλακισμένους.
Κατόπιν οδηγείται στην απομόνωση των φυλακών της Κέρκυρας. Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τον Λούβαρη και τον Κουφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν το απόσπασμα, σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν βγουν από τη φυλακή.
Η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη... Στις 13 Ιουλίου του 1945, ο Νίκος Γόδας και άλλοι 10 συναγωνιστές του, καταδικάζονται σε θάνατο.
Στη φυλακή της Κέρκυρας έμεινε τρία χρόνια. Μέχρι να ξημερώσει η 19η Νοεμβρίου του 1948...
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μας να μεταφερθούμε όλοι μας νοητά σε εκείνο το πρωινό. Ακριβώς, όπως μας είχε ταξιδέψει με τη μοναδική του περιγραφή στις "Θρυλικές Ιστορίες" ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης...
Στο κελί κάνει αφόρητο κρύο. Ο βοριάς περονιάζει. Στο βάθος της αυλής, βλέπει ένα δέντρο. Ψηλό, περήφανο, μοιάζει άνθρωπος. Εστιάζει το βλέμμα του για ώρα. Ωραίο, δέντρο, μόνο, ελεύθερο, με τα κλαδιά του να απλώνονται και τα φύλλα να κυματίζουν στον αέρα. Ξαφνικά, από το βάθος του διαδρόμους ακούγεται η φωνή του αγρυπνητή:
"Ερχονται, σύντροφοι, ετοιμαστείτε".
Τα χωνιά είναι έτοιμα από νωρίς. Ακούει τα βήματα του φύλακα. Η πόρτα ανοίγει.
"Γόδας! Σε θέλουν στη διεύθυνση".
Η ώρα έχει φτάσει. Βγάζει την ερυθρόλευκη φανέλα από το καρφί και ακολουθεί τον φύλακα στο γραφείο. Ο διευθυντής κρατάει ένα στυλό, έχει μπροστά του ένα χαρτί, ένα χαρτί που το ξέρει καλά.
"Τελευταία σου ευκαιρία ποδοσφαιριστή. Υπογράφεις;"
Ούτε καταδέχεται να απαντήσει.
"Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;"
"Ναι".
"Αγύριστο κεφάλι είσαι. Εχεις καμια τελευταία επιθυμία;"
Ο Νίκος ζητάει να του δώσουν το άσπρο σορτσάκι, που του 'χαν κρατημένο. Δίνει κι ένα σημείωμα για τους συγγενείς του. "Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε το όνομά μου" - το είχε γράψει από μέρες (οι συγγενείς του θα τον τιμήσουν: Ο αδερφός του, Δημήτρης, θα ονομάσει την κόρη του, Νίκη).
Βάζει την ερυθρόλευκη φανέλα, κι έτσι ντυμένος με τη στολή της ομάδας που τόσο είχε αγαπήσει, ακολουθεί τους αστυφύλακες στην έξοδο. Με το που τον βλέπουν να βαδίζει στο διάδρομο, οι συγκρατούμενοί του αρχίζουν να φωνάζουν με τα χωνιά το σύνθημα που συνόδευε κάθε εκτέλεση: "Κερκυραϊκέ λαέ, σήμερ απάλι παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση". Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.
"Νενικήκαμεν! Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου", ήταν τελευταία λόγια του φεύγοντας από τη φυλακή, όπως τα διασώζει ο συγκρατούμενός του εκείνα τα χρόνια, Σταμάτης Σκούρτης.
Ο Νίκος περνάει την έξοδο της φυλακής ντυμένος με την εμφάνιση του Ολυμπιακού, σαν να βγαίνει στο γήπεδο. Τον μεταφέρουν στο Λαζαρέτο, ένα νησάκι έξω από το λιμάνι. Σε λίγη ώρα ο παίκτης του Θρύλου βρίσκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ ο ήλιος μόλις είχε κάνει δειλά την εμφάνισή του πίσω από τα βουνά.
Το απόσπασμα στη θέση του. Ο Νίκος φωνάζει: "Mε δολοφονείτε με τη φανέλα του Ολυμπιακού! Μη μου δέσετε τα μάτια για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή".
Ο αξιωματικός σηκώνει το χέρι. Οι στρατιώτες έχουν απέναντί τους έναν συμπατριώτη τους, έναν συνομίληκο νεαρό αθλητή. Κάποιοι τρέμουν λίγο. Η διαταγή: "Πυρ!". Το κόκκινο απλώνεται στο κόκκινο. Ο Νίκος φεύγει, ψηλά, για την τελευταία κεφαλιά. Νικητής!
Οι φυλακές της Κέρκυρας, όπου παρέμεινε για 3 χρόνια ο Νίκος Γόδας.
Η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη... Στις 13 Ιουλίου του 1945, ο Νίκος Γόδας και άλλοι 10 συναγωνιστές του, καταδικάζονται σε θάνατο.
Στη φυλακή της Κέρκυρας έμεινε τρία χρόνια. Μέχρι να ξημερώσει η 19η Νοεμβρίου του 1948...
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μας να μεταφερθούμε όλοι μας νοητά σε εκείνο το πρωινό. Ακριβώς, όπως μας είχε ταξιδέψει με τη μοναδική του περιγραφή στις "Θρυλικές Ιστορίες" ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης...
Στο κελί κάνει αφόρητο κρύο. Ο βοριάς περονιάζει. Στο βάθος της αυλής, βλέπει ένα δέντρο. Ψηλό, περήφανο, μοιάζει άνθρωπος. Εστιάζει το βλέμμα του για ώρα. Ωραίο, δέντρο, μόνο, ελεύθερο, με τα κλαδιά του να απλώνονται και τα φύλλα να κυματίζουν στον αέρα. Ξαφνικά, από το βάθος του διαδρόμους ακούγεται η φωνή του αγρυπνητή:
"Ερχονται, σύντροφοι, ετοιμαστείτε".
Τα χωνιά είναι έτοιμα από νωρίς. Ακούει τα βήματα του φύλακα. Η πόρτα ανοίγει.
"Γόδας! Σε θέλουν στη διεύθυνση".
Η ώρα έχει φτάσει. Βγάζει την ερυθρόλευκη φανέλα από το καρφί και ακολουθεί τον φύλακα στο γραφείο. Ο διευθυντής κρατάει ένα στυλό, έχει μπροστά του ένα χαρτί, ένα χαρτί που το ξέρει καλά.
"Τελευταία σου ευκαιρία ποδοσφαιριστή. Υπογράφεις;"
Ούτε καταδέχεται να απαντήσει.
"Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;"
"Ναι".
"Αγύριστο κεφάλι είσαι. Εχεις καμια τελευταία επιθυμία;"
Ο Νίκος ζητάει να του δώσουν το άσπρο σορτσάκι, που του 'χαν κρατημένο. Δίνει κι ένα σημείωμα για τους συγγενείς του. "Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε το όνομά μου" - το είχε γράψει από μέρες (οι συγγενείς του θα τον τιμήσουν: Ο αδερφός του, Δημήτρης, θα ονομάσει την κόρη του, Νίκη).
Βάζει την ερυθρόλευκη φανέλα, κι έτσι ντυμένος με τη στολή της ομάδας που τόσο είχε αγαπήσει, ακολουθεί τους αστυφύλακες στην έξοδο. Με το που τον βλέπουν να βαδίζει στο διάδρομο, οι συγκρατούμενοί του αρχίζουν να φωνάζουν με τα χωνιά το σύνθημα που συνόδευε κάθε εκτέλεση: "Κερκυραϊκέ λαέ, σήμερ απάλι παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση". Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.
"Νενικήκαμεν! Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου", ήταν τελευταία λόγια του φεύγοντας από τη φυλακή, όπως τα διασώζει ο συγκρατούμενός του εκείνα τα χρόνια, Σταμάτης Σκούρτης.
Ο Νίκος περνάει την έξοδο της φυλακής ντυμένος με την εμφάνιση του Ολυμπιακού, σαν να βγαίνει στο γήπεδο. Τον μεταφέρουν στο Λαζαρέτο, ένα νησάκι έξω από το λιμάνι. Σε λίγη ώρα ο παίκτης του Θρύλου βρίσκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ ο ήλιος μόλις είχε κάνει δειλά την εμφάνισή του πίσω από τα βουνά.
Το απόσπασμα στη θέση του. Ο Νίκος φωνάζει: "Mε δολοφονείτε με τη φανέλα του Ολυμπιακού! Μη μου δέσετε τα μάτια για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή".
Ο αξιωματικός σηκώνει το χέρι. Οι στρατιώτες έχουν απέναντί τους έναν συμπατριώτη τους, έναν συνομίληκο νεαρό αθλητή. Κάποιοι τρέμουν λίγο. Η διαταγή: "Πυρ!". Το κόκκινο απλώνεται στο κόκκινο. Ο Νίκος φεύγει, ψηλά, για την τελευταία κεφαλιά. Νικητής!
Οι φυλακές της Κέρκυρας, όπου παρέμεινε για 3 χρόνια ο Νίκος Γόδας.